τρυγοσώματος

τρυγοσώματος
τρῠγοσώμᾰτος, ον, perh.
A wasting the body, Lyr. in Philol.80.334.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυγοσώματος — wasting the body masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγοσώματος — ον, Α πιθ. αυτός που έχει εξαντλημένο και φθαρμένο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρύξ, τρυγός + σώματος (< σῶμα, σώματος)] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”